μετρεῖται

μετρεῖται
μετρέω
measure
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… …   Dictionary of Greek

  • σεληνογραφικός — ή, ό, Ν 1. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεληνογραφία 2. φρ. α) «σεληνογραφικές συντεταγμένες» αστρον. σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, χρησιμοποιούμενων στη σεληνογραφία, κατά το οποίο ο ισημερινός τής Σελήνης αποτελεί τον βασικό… …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

  • мѣритисѧ — МѢР|ИТИСѦ (10), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Страд. к мѣрити в 1 знач.: о б҃зѣ бо вѣкъ. ни лѣтьми мѣритсѧ. ˫ако же се ѿ на(с) лѣто сл҃нцмь мѣритьсѧ. (μετρεῖται) ГБ XIV, 6г; Величство ѹбо мѣритсѧ. множьство же чтетсѧ. мѣрно ѹбо ѥ(с). могомое миритисѧ [так!] или …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κλισιόμετρο — το 1. τεχνολ. φορητό όργανο με το οποίο μετρούνται κατακόρυφες γωνίες 2. φρ. ναυτ. «κλισιόμετρο πλοίου» όργανο με το οποίο μετρείται η προς κάποια πλευρά κλίση τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinometer < clino (πρβλ. κλίνη), τ …   Dictionary of Greek

  • μικροσκληρότητα — η (φυσ. μεταλλ.) το μέγεθος τής σκληρότητας ενός μεταλλικού συνήθως υλικού, που μετρείται με εφαρμογή ασθενούς φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. microdurete] …   Dictionary of Greek

  • ξάγι — το (ΑΜ εξάγιον, Μ και εξάγι[ν] και αξάγι[ν] και ξάγι[ν] και ξάγιο) νεοελλ. 1. κόσκινο ή άλλο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας με το οποίο μετρείται το ποσοστό τού αλέσματος που κατακρατείται από τον μυλωνά ως δικαίωμα για την άλεση 2. η αμοιβή τού… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοδυναμόμετρο — το όργανο με το οποίο μετρείται η πίεση τού αίματος στην κεντρική αρτηρία τού αμφιβληστροειδούς …   Dictionary of Greek

  • πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …   Dictionary of Greek

  • παλιρροιόμετρο — το όργανο με το οποίο μετρείται η μεταβολή τής στάθμης τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”